- αλεξίλογος
- ἀλεξίλογος, -ον (AM)1. αυτός που βοηθά τον λόγο, που ευκολύνει την ομιλία2. κατά τον Ευστάθιο, αυτός που εμποδίζει κάποιον να λέει πολλά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλεξι-* (< ἀλέξω) + λύπη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀλεξίλογον — ἀλεξίλογος promoting masc/fem acc sg ἀλεξίλογος promoting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξίλογα — ἀλεξίλογος promoting neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλεξι- — Γλωσσ. α συνθετικό ονομάτων τής Αρχαίας και τής Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με το ρ. ἀλέξω «προστατεύω, αποκρούω, υπερασπίζω», ανήκει δε στην κατηγορία τών αρχαίων συνθέτων με ρηματικό α συνθετικό σε (σ)ι… … Dictionary of Greek
-λογος — (AM λογος) β συνθετικό πολλών προπαροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, στα οποία ο λόγος, με τη σημασία τής ομιλίας, επέχει θέση αντικειμένου τού α συνθετικού, που είναι ρήμα (φιλόλογος «φιλώ τον λόγο», δωσίλογος… … Dictionary of Greek